ιερόδουλος — ο, η 1. στην αρχαιότητα αυτός που υπηρετούσε σε κάποιο ναό. 2. θηλ., ιερόδουλος πόρνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱεροδούλοις — ἱερόδουλος temple slave masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροδούλου — ἱερόδουλος temple slave masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροδούλους — ἱερόδουλος temple slave masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροδούλων — ἱερόδουλος temple slave masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερόδουλοι — ἱερόδουλος temple slave masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερόδουλον — ἱερόδουλος temple slave masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
hieródulo — hieródulo, a (del gr. «hieródoulos», esclavo sagrado) n. En Grecia, esclavo dedicado al servicio de un templo; los varones cultivaban las tierras que le pertenecían. * * * hieródulo, la. (Del gr. ἱερόδουλος, esclavo sagrado). m. y f. En la… … Enciclopedia Universal
POENIUS — Grace Ποίνιος, Dianae servus, ἱερόδουλος, τῆς Α᾿ρτέμιδος πρόπολος, una cum Demetrio, ultimam manum aedificationi Templi Dianae Ephesinae, quam Chresiphon instituerat, imposuit, Vitruvius, l. 7. in Prooem. Cui consentanea habet Strabo, qui… … Hofmann J. Lexicon universale
δούλος — η και α, ο (AM δοῡλος, η, ον) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) αυτός που στερείται την προσωπική του ελευθερία από αιχμαλωσία, αγορά ή κληρονομιά και αποτελεί ιδιοκτησία άλλου μσν. νεοελλ. 1. υπηρέτης, διάκονος, υποτακτικός 2. «δοῡλος τοῡ θεοῡ»… … Dictionary of Greek